Χρόνος έκδοσης: 2003
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Mια έφηβη μας μιλάει απλά και αφοπλιστικά για τη ζωή της δίπλα σ' ένα μικρότερο αδερφό που γίνεται "Mαραθωνοδρόμος", καταρρίπτοντας όλα τα μέχρι τότε ιατρικά δεδομένα. Έναν αδερφό που σχεδόν μονοπωλεί την προσοχή των γονιών τους και την κάνει να μεγαλώνει μοιραία στη σκιά του. Έναν αδερφό που της μαθαίνει όμως ν' αγαπάει τη ζωή και να τη διεκδικεί δυναμικά. TO ΠOTAMI ZHΛEΨE είναι ένα μυθιστόρημα που προβάλλει την αγάπη για τη ζωή μέσα από τα λεγόμενα μιας έφηβης που είναι δροσερή, αισιόδοξη, ρομαντική και πάνω απ' όλα μαχητική κι ανατρεπτική, έτσι όπως περιμένει κανείς από μια έφηβη.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

"...Ένα βιβλίο αισιόδοξο και τρυφερό, ρομαντικό, σαν τη δροσερή, μαχητική και ανατρεπτική πρωταγωνίστρια της ιστορίας". Ελένη Χωρεάνθη, περιοδικό ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

"...έχει μεγάλη αμεσότητα και ζωντάνια .(...) Είναι ευκολοδιάβαστο, γλαφυρό, σίγουρα μιλάει στην καρδιά και η περίπτωση του Χαράλαμπου γι' άλλη μια φορά μάς πείθει ότι η πίστη μπορεί να μετακινήσει βουνά". Αγγελική Βαρελλά, ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, 1997

"Ένα πολύ τρυφερό και συγκινητικό βιβλίο για όλους τους φίλους μας που βρίσκονται στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας". ΕΠΤΑ ΜΕΡΕΣ ΤV, 1999

"...ένα χρονικό αλλεπάλληλων συμφορών και ταυτόχρονα ένα έπος αφιερωμένο στους καρπούς που θα γεννήσει η πίστη, η ελπίδα κι η σιδερένια θέληση. Με την ευαίσθητη και διεισδυτική της ματιά..." Ε.Α. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1997

Πρόταση ανάγνωσης

  31/03/2011  Σχολική Βιβλιοθήκη 3ου Γυμνασίου Μοσχάτου
Η μαθήτρια του Α1 Ράνια Δήμα,σας προτείνει να διαβάσετε το βιβλίο της Βούλα Μάστορη, «Το ποτάμι ζήλεψε» από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Όλα αρχίζουν αναπάντεχα, όταν ο μεγάλος αδερφός της Χριστίνας θα φύγει για πάντα από κοντά της. Το κενό αυτό καλύπτει αρκετά γρήγορα ένας νέος αδερφός, ένας ολοκαίνουριος μικρός Άμπο.
Δυστυχώς, ο νέος αυτός αδερφός δεν μπορεί να τρέξει, να χοροπηδήσει, να χαρεί  τα παιχνίδια και την απλή καθημερινή ζωή, όπως τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν μπορεί να φάει μόνος του, δεν μπορεί να περπατήσει μόνος του, δεν μπορεί να κάνει τις απλούστερες κινήσεις που για τους συνομιλήκους του είναι αυτονόητες. Έτσι αρχίζει ένας μεγάλος αγώνας για να μπορέσει να πετύχει το αυτονόητο: δηλαδή να μπορεί να κάνει ότι και τα υπόλοιπα «υγιή» και «φυσιολογικά» παιδιά. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια, υπομονή, επιμονή τόσο του ίδιου, όσο και όλης της οικογένειας για να κατορθώσει να διασχίσει τα «ορμητικά νερά»  ενός νοητού, ζωγραφιστού ποταμού και να φθάσει στην απέναντι όχθη.
Μια όμορφη και συγκινητική ιστορία που μας φανερώνει τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος στη ζωή του όταν διαθέτει πείσμα, θέληση και ελπίδα. Όταν έχει μια οικογένεια που τον αγαπά, τον αποδέχεται και τον στηρίζει. Και όλα αυτά δίνονται από τη συγγραφέα με΄ένα γλυκόπικρο χιούμορ, που σε κάνει να χαμογελάς και να ελπίζεις.»
http://blogs.sch.gr/l3gymmosch/2011/03/31/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7%CF%82/


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ (ΣΕΛ. 51-57)

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗ ΣΑΡΩΝΙΔΑ

Έτσι, κι αυτό τo καλoκαiρι, με το που κλείσανε τα σχολεία, την άραξα στη Σαρωνίδα, κι όλα μέλι γάλα. Και είχα πάρει και την Τούλα μαζί. Και, ώσπου να περάσει η βδομάδα, είχε συγκεντρωθεί όλη η παιδοπαρέα. Bέβαια, αυτή τη φορά είχαμε γίνει αγνώριστοι μέσα σ’ ένα χρόνο, γι’ αυτό δεν έλειψαν τα σχετικά σχόλια: «Μουστάκι είναι αυτό, ρε Κώστα;», «Γυναικάρα, η δικιά σου!» «Κατέβα να φάμε, έγινες, Ελένη!» «Τι γαϊδαροφωνή είναι αυτή, ρε Mπίλλυ;». Mετά όμως η παιδοπαρέα γύρισε στα δικά της πάλι. Μόνο που έχασε το «παιδο-» κι έμεινε σκέτα «παρέα» πια. Κατά τ' άλλα, πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο κι όταν έφερνε η μαμά το Χαράλαμπο στην παραλία, ο Mπίλλυ έτρεχε και μας τον έφερνε στα βαθιά.
―Ωραίο αγόρι, ο Mπίλλυ! μου ψιθύρισε ένα πρωί η Τούλα.
―Ποιος; O Mπίλλυ; έκανα εγώ απορημένη.
―Ναι, ο Mπίλλυ. Κοίτα τι ωραία μάτια!
―Ποιος; O Mπίλλυ; ξανά εγώ.
―Ναι, βρε παιδάκι μου! O Mπίλλυ! Τι σου λέω τώρα;
Εγώ ξανακοίταξα τον Mπίλλυ. Για φαντάσου! O Mπίλλυ άρεσε στην Τούλα! O κρεμανταλάς ο Mπίλλυ...
―Κι έχει και ωραίο σώμα! από δίπλα η Τούλα.
―Αν σ' αρέσει τόσο πολύ, φτιάξ’ τα μαζί του, είπα αδιάφορα και συνέχισα τις βουτιές.
Όμως, τι παράξενο! Από κείνη τη στιγμή άρχισα να προσέχω κι εγώ τον Mπίλλυ. Αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Ενώ μέχρι τότε τον έβλεπα σαν «παρέα», τώρα, όταν μου μιλούσε ή μου έριχνε την μπάλα, απέφευγα να τον κοιτάξω στα μάτια. Πηγαίναμε όλοι μαζί βόλτα στην παραλία, κι εγώ στο δρόμο φρόντιζα να βρίσκομαι από πίσω του, έτσι ώστε να τον κοιτάζω χωρίς να με παίρνει είδηση. Μια φορά, όμως, εκείνος γύρισε απότομα το κεφάλι του και με τσάκωσε. Τότε κοκκίνισα, κι εγώ δεν ξέρω γιατί, ενώ η Τούλα μού έσφιξε το αγκα­ζέ και γέλασε.
―Είναι η έκτη αίσθηση που λένε, μου ψιθύρισε. Όταν καρφώνεις το βλέμμα σου πάνω σε κάποιον, εκείνος το νιώθει!
Το ίδιο εκείνο βράδυ, εκεί που τα λέγαμε οι δυο μας στη βεράντα, της ομολόγησα:
―Μου φαίνεται πως μ' αρέσει και μένα τώρα.
―Ποιος; O Mπίλλυ; έκανε παίζοντας μαζί μου η καλύτερή μου φιλενάδα.
―Ε, ναι. Κι άσε τις σάχλες...
―Μπα, εμένα δεν είναι ο τύπος μου! είπε η Τούλα.
―Μα εσύ δε μου 'πες πως είναι ωραίο αγόρι κι όλα αυτά;
―Αυτό το είπα, αλλά εμένα βασικά μου αρέσουν οι ξανθοί. Άσε που ο Mπίλλυ έχει μακριά μαλλιά...
Ναι, ο Mπίλλυ πάντα άφηνε τα μαλλιά του μακριά. Αυτό, μάλιστα, το καλοκαίρι, όταν βρέχονταν, έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης!
―Λοιπόν! Να πεις σ' εκείνον τον Mπίλλυ να κουρευτεί! είπε ο μπαμπάς ένα μεσημέρι. Oι άντρες δεν αφήνουν μπούκλες!
―Έχει τη μαμά του και τον μπαμπά του να του το πουν αυτό, μουρμούρισα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα εγώ. Τι του είμαι εγώ να του πω να πάει να κουρευτεί;
―Είναι στην παρέα σου, επέμεινε ο μπαμπάς. Και πρέπει να προσέχεις τις παρέες σου τώρα, Χριστίνα. Δεν είσαι κοριτσάκι πια.
Σίγουρα δεν ήμουν. Το 'νιωθα κι εγώ πια. Και το 'νιωθε, καταπώς φαινόταν, κι ο Mπίλλυ τώρα. Τον είχα πιάσει κι εγώ να με κοιτάζει επίμονα μια δυο φορές. Κι όταν έφυγε η Τούλα, τον έπιασα περισσότερες. Κι ένα απόγευμα που πηγαίναμε βόλτα στην παραλία και ξέμεινα λιγάκι πίσω με πλησίασε στα γρήγορα και μου είπε χωρίς περιστροφές:
―Μ' αρέσεις. Θέλεις να τα φτιάξουμε;
―Ναι, απάντησα κι εγώ λακωνικά και δήθεν ψύχραιμα.
―Ωραία. Μετά τη βόλτα, σε περιμένω στα βραχάκια της παραλίας.
Στα βραχάκια σφραγίσαμε το «φτιάξιμο» με φιλιά και χάδια και μετά πήγαμε να το γιορτάσουμε με την παρέα, που είχε κιόλας συγκεντρωθεί στο «γέρο» για σουβλάκι και ηλεκτρονικά. Εγώ θα ήθελα να πηγαίναμε μια βόλτα μόνοι μας στην παραλία, αλλά ο Mπίλλυ δεν έχανε με τίποτα το «γέρο».
―Θα πάμε μετά, μου υποσχέθηκε όμως.
Στο «γέρο» εκείνο το βράδυ έγινε το «σώσε». O κυρ Γιάννης, ο «γέρος», όλο άφηνε την ψησταριά του και μας έλεγε να κάνουμε λίγο «κράτει». Όμως είχαμε διαβολικό κέφι όλοι μας εκείνο το βράδυ. Τα ηλεκτρονικά στενάζανε κάτω από τα χέρια μας και οι κραυγές μας έκαναν να τρίζουν οι τζαμαρίες του μαγαζιού, κι ας ήταν ορθάνοιχτες. Στο τέλος, ο μαγαζάτορας ήρθε και μας έδιωξε κακήν κακώς.
―Άντε να ξεφωνίσετε στα σπίτια σας! Μου πήρατε τ' αυτιά. Δε σας αντέχω άλλο! είπε και, αφού μας έβγαλε έξω, έκλεισε τα φώτα στο μαγαζί του με τα ηλεκτρονικά και κούρνιασε πάλι πίσω από την ψησταριά του στο σουβλατζίδικο.
―Μας χάλασε τη βραδιά ο μαγκούφης, ο παλιόγερος, μουρμούρισε ο Mπίλλυ.
―Εγώ δεν ξανάρχομαι να ψωνίσω από το μαγαζί του, είπε η Ελένη εννοώντας το ψιλικατζίδικο του κυρ Γιάννη, που ήταν δίπλα από τα ηλεκτρονικά του.
―Κι εγώ τέρμα τα σουβλάκια απ' αυτόν, δήλωσε ο Κώστας.
―Μωρέ, θα δεις τι θα του κάνω εγώ..., απείλησε ο Mπίλλυ. Αύριο θα δει... Πάμε, Χριστίνα, και, αγκαλιάζοντάς με, έκανε έτσι και την επίσημη αναγγελία του δικού μας «φτιαξίματος».
―Πού πάμε; τον ρώτησα λίγο πιο κει.
―Σου υποσχέθηκα βόλτα στην παραλία. Πάντα κάνω αυτό που υπόσχομαι. Πάμε! και, σφίγγοντάς με ακόμη πιο πολύ πάνω του, με παρέσυρε σ' ένα αργό ποδαρόδρομο.
―Δεν πρέπει ν' αργήσω, μουρμούρισα.
―Δε θ' αργήσεις.

―Άργησες! είπε ο μπαμπάς μόλις μπήκα μέσα. Πού ήσουν;
―Με την παρέα, είπα αποφεύγοντας το βλέμμα του.
―Η Ελένη έχει έρθει από ώρα δίπλα, μπήκε στη μέση ο Χαράλαμπος.
―Εσένα δε σου πέφτει λόγος, του ρίχτηκα αμέσως.
―Πού ήσουν, Χριστίνα; η μαμά τώρα.
―Oχ, με φάγατε! Με τον Mπίλλυ ήμουν! Είχαμε πάει βόλτα.
―Μόνοι οι δυο σας; ο μπαμπάς.
―Oι δυο μας.
―Μ' αυτόν το μακρυμάλλη; πάλι μπήκε στη μέση ο Χαράλαμπος.
―Σκάσε εσύ! του πέταξα φουρκισμένη και τότε έφαγα ένα χαστούκι από τον μπαμπά.
―Βασίλη! φώναξε η μαμά και με τράβηξε στο διπλανό δωμάτιο, όπου με κάθισε απέναντί της και, κοιτάζοντάς με κατάματα, μου είπε: Χριστίνα, ο Mπίλλυ θέλει προσοχή.
―O μπαμπάς με χτύπησε.
―Ανησύχησε. Ανησυχήσαμε.
―Κι όταν θ' ανησυχείτε εσείς, θα με βαράτε από δω και πέρα;
―Μη λες ανοησίες.
―Ή επειδή είπα «σκάσε» στο... «χαϊδεμένο» του;
―Μη λες ανοησίες! επανέλαβε σοβαρά η μαμά. Απλά ανησυχήσαμε, κι εσύ δεν έδειξες να το καταλαβαίνεις.
―Δεν μπορώ ν' αργήσω λιγάκι, βρε μαμά;
―Να ειδοποιείς.
―Πώς; Στην παραλία δεν είχε τηλέφωνο.
―Εκεί ήσουν;
―Ναι.
―Με τον Mπίλλυ;
―Ναι.
―O Mπίλλυ θέλει προσοχή, επανέλαβε η μαμά.
―Γιατί; Επειδή έχει μακριά μαλλιά; Κι όποιος έχει...
―Δεν είναι αυτό, και το ξέρεις πολύ καλά.
―Τότε τι είναι;
―Τα «φτιάξατε»;
―Ναι.
―Πρόσεχε. Αυτό σου λέω μονάχα.
―Σήμερα τα κορίτσια, μαμά...
―Ξέρω. Αλλά πρόσεχε με τον Mπίλλυ... Κι ό,τι θες, εγώ είμαι εδώ.
Το 'ξερα αυτό. Η μαμά ήταν πάντα «εδώ». Ακόμη κι όταν έλειπε με το Χαράλαμπο. Και μπορούσα να τα λέω όλα στη μαμά. OΛΑ. Δε μάλωνε η μαμά – από τότε που είχαμε χάσει τον Άμπο. Έλεγε συχνά «όχι», αλλά έβρισκε τον τρόπο να το δεχτείς. Να, γι' αυτό εκείνο το βράδυ τη φοβήθηκα πιο πολύ από το χαστούκι του μπαμπά. O μπαμπάς είχε δώσει το «μπερντάχι» του, αλλά τον Mπίλλυ δεν τον είχε κουνήσει ρούπι. Όμως, αν η μαμά τα 'βαζε μαζί του, ο Mπίλλυ θα ήταν χαμένη υπόθεση. Γιατί είχε τον τρόπο της η μαμά, σου λέω. Να, εκείνο το βράδυ δε μου 'πε να τα χαλάσω με τον Mπίλλυ, να μην τον ξαναδώ και τέτοια. Όμως αυτό το «Πρόσεχε με τον Mπίλλυ» έκανε καλύτερη δουλειά...

Η συνέχεια στο βιβλίο...

Πίσω από τον τίτλο "Το ποτάμι ζήλεψε"...

Μια μέρα, πριν πολλά χρόνια, με κάλεσαν σ' ένα ριάλιτι της Σεμίνα Διγενή (ναι, τότε έκανε ριάλιτι σόου η δημοσιογράφος), διότι ήθελε, λέει, να με γνωρίσει ένα παιδί που, παρά τις ιατρικές προγνώσεις ότι θα έμενε παράλυτο σε όλη του τη ζωή, εκείνο περπατούσε! Δεν πίστεψα αυτό το ιατρικό... θαύμα, όπως μου το έθεσαν, αλλά ήθελα ως συγγραφέας να γνωρίσω τα παρασκήνια ενός τηλεοπτικού ριάλιτι, γι' αυτό κι αποδέχτηκα την πρόσκληση.
  Η ιστορία του παιδιού αποδείχθηκε τόσοαληθινή όσο ψεύτικη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ριάλιτι, την οποία και περιγράφω στο βιβλίο κι εγώ "ριαλιτιστικά".  Όμως το παιδί και κυρίως η οικογένειά του (γονείς και μια μεγαλύτερη αδερφή) με τσίγκλισαν συγγραφικά και αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε βιβλίο.
  Όταν τέλειωσα το βιβλίο, ο πατέρας του παιδιού διαφώνησε με τον τρόπο της συγγραφής (ήθελε να είναι ένα ιατρικό ημερολόγιο γύρω από το γιο του και όχι μυθοπλαστική αφήγηση) και μετά από απειλές για ασφαλιστικά μέτρα κτλ. κόψαμε τις... διπλωματικές σχέσεις μας. Έτσι και η αφιέρωση που έκανα στο παιδί έχει αναγκαστικά το όνομα που χρησιμοποίησα στο μυθιστόρημα και όχι το δικό του...
  Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.


Το παλιό εξώφυλλο...


Χρόνος έκδοσης: 1997
Εκδότης: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Εξώφυλλο: Τ. Ραϊση-Βολανάκη